κρυφοκουβεντιάζω

κρυφοκουβεντιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρυφοκουβεντιάζω" в других словарях:

  • κρυφοκουβεντιάζω — κουβεντιάζω κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ …   Dictionary of Greek

  • κρυφοκουβεντιάζω — κρυφοκουβέντιασα, κρυφοκουβεντιάστηκα, κρυφοκουβεντιασμένος, κουβεντιάζω κρυφά, κρυφομιλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοκουβέντιασμα — το [κρυφοκουβεντιάζω] κρυφή συζήτηση, κρυφομίλημα …   Dictionary of Greek

  • κρυφοκουβέντιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρυφοκουβεντιάζω, το να κουβεντιάζει κανείς κρυφά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφομιλώ — και κρυφομιλάω μιλώ κρυφά, μιλώ με σιγανή φωνή, κρυφοκουβεντιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»